λαθροπόδης: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαθροπόδης]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λαθροπόδης]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[αιγοπόδης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, stealthy-paced, AP 9.409 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 6] oder λαθρόπους, -ποδος, heimlich gehend. schleichend, λαθροπόδας τόκους, Antiphan. ep. 3 (IX, 409), von den Zinsen, die allmälig das ganze Vermögen verzehren.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
qui s'avance secrètement ou insensiblement.
Étymologie: λάθρᾳ, πούς.
Russian (Dvoretsky)
λαθροπόδης: или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λαθροπόδης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως περιπατῶν, ἕρπων, Ἀνθ. Π. 9. 409.
Greek Monolingual
λαθροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγοπόδης].
Greek Monotonic
λαθροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα κρυφά, που έρπει, σε Ανθ.