φιλόχρηστος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
mNo edit summary |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά την [[χρηστότητα]], την [[τιμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά την [[χρηστότητα]], την [[τιμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>πρβλ.</b> [[μισόχρηστος]], [[πολύχρηστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:11, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, loving goodness or loving honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.
German (Pape)
[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.
Russian (Dvoretsky)
φιλόχρηστος: любящий честность, любящий добро или любящий добродетель Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισόχρηστος, πολύχρηστος)].
Greek Monotonic
φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.