ρωμαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῖρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῖρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γηραλέος]], [[πειναλέος]])].
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥωμαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατόςῥωμαλέος κατὰ χεῖρα», Πλούτ.)
αρχ.
1. υγιής
2. ανδρείος, γενναίος
3. (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) έντονος, ισχυρός (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», Διοσκ.).
επίρρ...
ρωμαλέως / ρωμαλέως, ΝΜΑ, και ρωμαλέα, Ν
(τροπ.) με δύναμη, με ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώμη + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].