νεόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόγαμος]], -ον)<br />αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο [[νιόπαντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πικρό</i>-<i>γαμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόγαμος]], -ον)<br />αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο [[νιόπαντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[πικρόγαμος]], [[φιλόγαμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:23, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόγᾰμος Medium diacritics: νεόγαμος Low diacritics: νεόγαμος Capitals: ΝΕΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: neógamos Transliteration B: neogamos Transliteration C: neogamos Beta Code: neo/gamos

English (LSJ)

ον, A newly married, of husband or wife, Hdt.1.36,37, D.H.8.56; ν. νύμφη, κόρη, A.Ag.1179, E.Med.324; ν. λέκτρα ib.1348. II married early, Ptol.Tetr.183.

German (Pape)

[Seite 241] eben erst verheirathet, junger Ehemann, junge Ehefrau; Her. 1, 36. 37. 81; νεογάμου νύμφης δίκην, Aesch. Ag. 1152; κόρη, Eur. Med. 324; auch λέκτρα, 1348; Xen. Cyr. 3, 1, 36 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, γαμέω.

Russian (Dvoretsky)

νεόγᾰμος:
1 только что сочетавшийся браком, новобрачный (νύμφη Aesch.; κόρη Eur.);
2 (о браке), недавно заключенный (λέκτρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόγᾰμος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ἡρόδ. 1. 36. 37· ν. νύμφη, κόρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1179, Εὐρ. Μήδ. 324: προσέτι, ν. λέκτρα αὐτόθι 1348.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόγαμος, -ον)
αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + γάμος (πρβλ. πικρόγαμος, φιλόγαμος)].

Greek Monotonic

νεόγᾰμος: -ον, αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα, νεαρός ή νεαρή σύζυγος, σε Ηρόδ.· νεόγαμος νύμφη, κόρη, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

νεό-γᾰμος, ον
newly married, a young husband or wife, Hdt.; ν. νύμφη, κόρη Aesch., Eur.