ομού: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὁμοῦ, Α αιολ. τ. [[ὔμοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στον ίδιο [[τόπο]], [[μαζί]], [[αντάμα]] («[[ἦσαν]] ὁμοῦ [[Σίμων]] Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μαζί]], συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) [[μαζί]] με... («ὁμοῦ νεκύεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)<br /><b>3.</b> (για [[ποσό]]) εν όλω, στο [[σύνολο]], με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῦ [[δισμύριοι]] πάντες Ἀθηναῖοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁμοῦ καί» — ακριβώς όπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδαμ</i>-<i>ού</i>)].
|mltxt=(ΑΜ ὁμοῦ, Α αιολ. τ. [[ὔμοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στον ίδιο [[τόπο]], [[μαζί]], [[αντάμα]] («[[ἦσαν]] ὁμοῦ [[Σίμων]] Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μαζί]], συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) [[μαζί]] με... («ὁμοῦ νεκύεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)<br /><b>3.</b> (για [[ποσό]]) εν όλω, στο [[σύνολο]], με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῦ [[δισμύριοι]] πάντες Ἀθηναῖοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁμοῦ καί» — ακριβώς όπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> ([[πρβλ]]. [[μηδαμού]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:46, 8 May 2023

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμοῦ, Α αιολ. τ. ὔμοι)
επίρρ.
1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμαἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)
2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ», Σοφ.)
2. (με δοτ.) α) μαζί με... («ὁμοῦ νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)
β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)
3. (για ποσό) εν όλω, στο σύνολο, με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι πάντες Ἀθηναῖοι», Δημοσθ.)
4. φρ. «ὁμοῦ καί» — ακριβώς όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].