ὑράξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. ὔρραξ Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίγδην]], ἀναμείξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -<i>άξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐρ</i>-<i>άξ</i>, <i>πατ</i>-<i>άξ</i>). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί [[άλλος]] τ. του [[εὐράξ]], ενώ η [[σύνδεση]] με τον τ. [[ὕραξ]] «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και αιολ. τ. ὔρραξ Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίγδην]], ἀναμείξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -<i>άξ</i> ([[πρβλ]]. [[εὐράξ]], [[πατάξ]]). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί [[άλλος]] τ. του [[εὐράξ]], ενώ η [[σύνδεση]] με τον τ. [[ὕραξ]] «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=adv., <i>[[vermischt]], [[untereinander]]</i>, Hesych. und Suid. (von [[σύρω]] od. [[φύρω]] [[abgeleitet]]).
|ptext=adv., <i>[[vermischt]], [[untereinander]]</i>, Hesych. und Suid. (von [[σύρω]] od. [[φύρω]] [[abgeleitet]]).
}}
}}

Revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑράξ Medium diacritics: ὑράξ Low diacritics: υράξ Capitals: ΥΡΑΞ
Transliteration A: hyráx Transliteration B: hyrax Transliteration C: yraks Beta Code: u(ra/c

English (LSJ)

Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).

Greek Monolingual

και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐράξ, πατάξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].

German (Pape)

adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).