σιναρός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ρυπ</i>-[[αρός]], <i>σθεν</i>-[[αρός]])].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[ρυπαρός]], [[σθεναρός]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.
|elnltext=σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.
}}
}}

Revision as of 15:24, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰρός Medium diacritics: σιναρός Low diacritics: σιναρός Capitals: ΣΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sinarós Transliteration B: sinaros Transliteration C: sinaros Beta Code: sinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (σίνομαι) hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σιναρόν Id.Fract.33, Art.60.

German (Pape)

[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνᾰρός: -ά, -όν, (σίνομαι) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, σκέλος Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. βλαβερός, καταστρεπτικός
2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ.
β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. -αρός (πρβλ. ρυπαρός, σθεναρός)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.