σμιλεύω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σμῑλεύω,<br />to [[carve]] [[finely]]. [from σμῑ́λη]
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] wie [[γλύφω]], sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] wie [[γλύφω]], sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[entailler avec un ciseau]].<br />'''Étymologie:''' [[σμίλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σμῑλεύω''': [[γλύφω]] λεπτῶς, «[[σκαλίζω]]», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
|lstext='''σμῑλεύω''': [[γλύφω]] λεπτῶς, «[[σκαλίζω]]», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
}}
{{bailly
|btext=entailler avec un ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[σμίλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-[[σμιλεύω]], <i>δια</i>-[[σμιλεύω]])].
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις ([[πρβλ]]. [[αποσμιλεύω]], [[διασμιλεύω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]].
|lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=σμῑλεύω,<br />to [[carve]] [[finely]]. [from σμῑ́λη]
|mantxt=(=[[σκαλίζω]], [[λαξεύω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σμίλη]] (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σμιλεία]] καί σμίλευσις (=[[σκάλισμα]]), [[σμίλευμα]], [[σμιλευτός]] (=[[σκαλισμένος]]).
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Middle Liddell

σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. αποσμιλεύω, διασμιλεύω)].

Greek Monotonic

σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.

Mantoulidis Etymological

(=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπό τό οὐσ. σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).
Παράγωγα: σμιλεία καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευτός (=σκαλισμένος).