ὑγροκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που έχει υγρές [[οδούς]], που πορεύεται και ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, γενικά, στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> αυτός που αφήνει [[πίσω]] του υγρά ίχνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λοξο</i>-[[κέλευθος]], <i>χρυσο</i>-[[κέλευθος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που έχει υγρές [[οδούς]], που πορεύεται και ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, γενικά, στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> αυτός που αφήνει [[πίσω]] του υγρά ίχνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» ([[πρβλ]]. [[λοξοκέλευθος]], [[χρυσοκέλευθος]])].
}}
}}

Revision as of 15:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροκέλευθος Medium diacritics: ὑγροκέλευθος Low diacritics: υγροκέλευθος Capitals: ΥΓΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: hygrokéleuthos Transliteration B: hygrokeleuthos Transliteration C: ygrokelefthos Beta Code: u(groke/leuqos

English (LSJ)

ον, A having wet paths, Τηθύς, Νηρηΐδες, Orph.H.22.6, 24.2; Ἰχθύες Max.62. II leaving a moist trail, κοχλίας Poet. ap. Ath.2.63b; so, perhaps, metaph., νεφέλαι Orph.H.21.3 (ὑδρο- codd.).

German (Pape)

[Seite 1171] im Nassen, im Wasser gehend, lebend, poet. bei Ath. II, 63 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκέλευθος: -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἰχθὺς Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, κοχλίας Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ ἴσως καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό
2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξοκέλευθος, χρυσοκέλευθος)].