μετωποσώφρων: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] ([[πρβλ]]. [[φιλοσώφρων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).
German (Pape)
[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.
Russian (Dvoretsky)
μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v.l. σεσωφρονισμένος).
Greek (Liddell-Scott)
μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.
Greek Monolingual
μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλοσώφρων)].