μενεδήιος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(Autenrieth)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μένω]]): withstanding the [[enemy]], [[steadfast]], [[brave]], Il. 12.247 and Il. 13.228.
|auten=([[μένω]]): withstanding the [[enemy]], [[steadfast]], [[brave]], Il. 12.247 and Il. 13.228.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενεδήϊος]], δωρ. τ. [[μενεδάϊος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του [[κατά]] τη [[μάχη]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δήϊος]] «[[εχθρικός]], [[φοβερός]]» ([[πρβλ]]. [[αδήιος]])].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενε-[[δήιος]], ον<br />[[standing]] [[against]] the [[enemy]], [[staunch]], [[steadfast]], Il.; doric -[[δάϊος]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γενναῖος]]). Ἀπό τό [[μένος]] + [[δήιος]] ἤ δάιος καί δᾷος (=[[ἐχθρικός]]). Τό δᾷος ἀπό τό [[δαίω]] (=[[καίω]]).
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.

English (Autenrieth)

(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. αδήιος)].

Middle Liddell

μενε-δήιος, ον
standing against the enemy, staunch, steadfast, Il.; doric -δάϊος, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γενναῖος). Ἀπό τό μένος + δήιος ἤ δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπό τό δαίω (=καίω).