πυρίφλογος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φλογος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φλογος</i>].
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), [[πρβλ]]. [[άφλογος]], [[πολύφλογος]]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίφλογος Medium diacritics: πυρίφλογος Low diacritics: πυρίφλογος Capitals: ΠΥΡΙΦΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyríphlogos Transliteration B: pyriphlogos Transliteration C: pyriflogos Beta Code: puri/flogos

English (LSJ)

ον, flaming with fire, Emp.Sphaer.113.

German (Pape)

[Seite 823] feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίφλογος: огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφλογος: -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.

Greek Monolingual

και πυρόφλογος, -ον, Α
αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. άφλογος, πολύφλογος].