οξύρροπος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξύρροπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ευαίσθητο [[ζυγό]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[ροπή]], αυτός που κλίνει [[αμέσως]] [[προς]] τη μία από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αιφνίδιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύρροπον</i><br />η [[ορμητικότητα]], η [[σφοδρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀξύρροπος]] πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «[[ὀξύρροπος]] εἰς ὀργήν» — [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρόπως</i> (Α)<br />με οξύρροπο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοπή]]), | |mltxt=[[ὀξύρροπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ευαίσθητο [[ζυγό]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[ροπή]], αυτός που κλίνει [[αμέσως]] [[προς]] τη μία από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αιφνίδιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύρροπον</i><br />η [[ορμητικότητα]], η [[σφοδρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀξύρροπος]] πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «[[ὀξύρροπος]] εἰς ὀργήν» — [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρόπως</i> (Α)<br />με οξύρροπο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοπή]]), [[πρβλ]]. [[ισόρροπος]], [[ομοιόρροπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 9 May 2023
Greek Monolingual
ὀξύρροπος, -ον (Α)
1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές
2. μτφ. αιφνίδιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον
η ορμητικότητα, η σφοδρότητα
4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «ὀξύρροπος εἰς ὀργήν» — ευερέθιστος, οξύθυμος.
επίρρ...
ὀξυρρόπως (Α)
με οξύρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισόρροπος, ομοιόρροπος].