νυμφόληπτος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i> | |ptext=<i>[[von Nymphen ergriffen]], [[verzückt]]</i>; Plat. <i>Phaedr</i>. 238d; Arist. <i>eth</i>. 1.1; aber nicht bloß von begeisterten Dichtern, [[sondern]] auch von Wahnsinnigen und Verrückten, Plut. <i>Arist</i>. 11 und andere Spätere | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:28, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, caught by nymphs: hence, raptured, frenzied, IG12.788, Pl.Phdr.238d, Arist.EE1214a23, Plu†.Arist.II.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé par les nymphes, càd transporté de délire.
Étymologie: νύμφη, ληπτός.
German (Pape)
von Nymphen ergriffen, verzückt; Plat. Phaedr. 238d; Arist. eth. 1.1; aber nicht bloß von begeisterten Dichtern, sondern auch von Wahnsinnigen und Verrückten, Plut. Arist. 11 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
νυμφόληπτος:
1 одержимый нимфами, т. е. находящийся в исступлении, вдохновенный Plat.;
2 безумный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ νυμφῶν κατεχόμενος (πρβλ. νύμφη Π. 2), Πλάτ. Φαῖδρ. 238D), Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 1. 1, 4, Πλουτ. Ἀριστείδ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 456.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νυμφόληπτος, -η, -ον)
1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες
2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσόληπτος].
Greek Monotonic
νυμφόληπτος: -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νυμφό-ληπτος, ον,
caught by nymphs, Plat.