οἰνοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοθήρας]] ὁ (Α)<br />(πιθ. γρφ.) [[φυτό]] του οποίου η [[ρίζα]] είχε [[οσμή]] οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
|mltxt=[[οἰνοθήρας]] ὁ (Α)<br />(πιθ. γρφ.) [[φυτό]] του οποίου η [[ρίζα]] είχε [[οσμή]] οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. [[χρυσοθήρας]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein [[Strauch]], [[dessen]] [[Wurzel]] nach Wein riecht</i>, Theophr., mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀνοθήρας]].
|ptext=ὁ, <i>ein [[Strauch]], [[dessen]] [[Wurzel]] nach Wein riecht</i>, Theophr., mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀνοθήρας]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοθήρας Medium diacritics: οἰνοθήρας Low diacritics: οινοθήρας Capitals: ΟΙΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: oinothḗras Transliteration B: oinothēras Transliteration C: oinothiras Beta Code: oi)noqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, a plant the root of which smells of wine or was used to flavour wine; but in the best Mss. of Thphr.HP 9.19.1 it is ὀνοθήρας, as in Dsc.4.117 and Gal.12.89; called also ὀνάγρα, Gal.l.c., and ὀνόθουρις ibid., Aët.15.15; cf. onothuris, Plin. HN24.167.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοθήρας: -ου, ὁ, φυτόν τι, οὗ ἡ ῥίζα ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται ὀνοθήρας, ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., ὅστις δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, ὀνάγρα, ὄνουρις (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris.

Greek Monolingual

οἰνοθήρας ὁ (Α)
(πιθ. γρφ.) φυτό του οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].

German (Pape)

ὁ, ein Strauch, dessen Wurzel nach Wein riecht, Theophr., mit der v.l. ὀνοθήρας.