παράζυξ: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζευχθεί [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι παράζυγες</i><br />οι υπεράριθμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζυγ</i>- του [[ζεύγνυμι]], <b>πρβλ.</b> [[ζυγός]]), | |mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζευχθεί [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι παράζυγες</i><br />οι υπεράριθμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζυγ</i>- του [[ζεύγνυμι]], <b>πρβλ.</b> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[σύζυξ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:10, 10 May 2023
English (LSJ)
-υγος, ὁ, ἡ, yoked beside; metaph, παράζυγες, οἱ, supernumeraries, Arist. Pol. 1265b4.
German (Pape)
[Seite 478] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Überzähliger.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.
Étymologie: παραζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράζυξ -υγος, ὁ, ἡ [παραζεύγνυμι] ernaast ingespannen; overdr.: οἱ παράζυγες degenen die boventallig zijn. Aristot. Pol. 1265b4.
Russian (Dvoretsky)
παράζυξ: ῠγος adj. припряженный, пристяжной, перен. избыточный: οἱ παράζυγες Arst. паразиги, младшие дети (не имеющие, при майоратной системе, доли в наследстве).
Greek (Liddell-Scott)
παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. περίζυξ.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες
οι υπεράριθμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ζυξ (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύζυξ].
Greek Monotonic
παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες, υπεράριθμοι, σε Αριστ.
Middle Liddell
παράζυξ, ῠγος,
yoked beside: pl. παράζυγες supernumeraries, Arist.