πολυβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), | |mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[χαριτοβλέφαρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, with many eyes, Nonn.D.20.65.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτοβλέφαρος].