πολυπαθής: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:21, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπᾰθής Medium diacritics: πολυπαθής Low diacritics: πολυπαθής Capitals: ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polypathḗs Transliteration B: polypathēs Transliteration C: polypathis Beta Code: polupaqh/s

English (LSJ)

ές, (παθεῖν) subject to many passions or impressions, π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; full of diverse reactions, νόσημα ib.171e; poet. πουλ-, much perturbed, τύραννοι AP9.98 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαθέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sujet à beaucoup d'affections ou de maux.
Étymologie: πολύς, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.

Russian (Dvoretsky)

πολυπᾰθής: ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями (ψυχή Plut.; τύραννοι Anth.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα
μσν.-αρχ.
ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)
αρχ.
1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων
2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές
3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιοπαθής].

Greek Monotonic

πολῠπᾰθής: Επικ. πουλυ-, -ές (παθεῖν), αυτός που υπόκειται σε πολλά πάθη, αναστατωμένος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ πάθη ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.

Middle Liddell

παθεῖν
subject to many passions, much perturbed, Anth.