πυρίδαπτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταναλώθηκε από τη [[φωτιά]] («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πυρι (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δαπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>Ηφαιστό</i>-<i>δαπτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταναλώθηκε από τη [[φωτιά]] («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πυρι (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δαπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»), [[πρβλ]]. [[Ηφαιστόδαπτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:33, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐδαπτος Medium diacritics: πυρίδαπτος Low diacritics: πυρίδαπτος Capitals: ΠΥΡΙΔΑΠΤΟΣ
Transliteration A: pyrídaptos Transliteration B: pyridaptos Transliteration C: pyridaptos Beta Code: puri/daptos

English (LSJ)

ον, (δάπτω) devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
consumé par le feu.
Étymologie: πῦρ, δάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίδαπτος -ον [πῦρ, δάπτω] door vuur verteerd.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίδαπτος: (ῐ) пожираемый огнем (λαμπάς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστόδαπτος].

Greek Monotonic

πῠρίδαπτος: -ον (δάπτω), αυτός που καταστρέφεται από τη φωτιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πῠρί-δαπτος, ον, δάπτω
devoured by fire, Aesch.