φιλογηθής: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σπάν. τ. [[φιλογηθής]], -ές, Α<br />αυτός που του αρέσει η [[ευθυμία]], η [[φαιδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[γήθω]] «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλουτο</i>-<i>γαθής</i>].
|mltxt=και σπάν. τ. [[φιλογηθής]], -ές, Α<br />αυτός που του αρέσει η [[ευθυμία]], η [[φαιδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[γήθω]] «[[ευφραίνω]]»), [[πρβλ]]. [[πλουτογαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογηθής Medium diacritics: φιλογηθής Low diacritics: φιλογηθής Capitals: ΦΙΛΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: philogēthḗs Transliteration B: philogēthēs Transliteration C: filogithis Beta Code: filoghqh/s

English (LSJ)

ές, only in Dor.form φῐλογᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—joy-loving, loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude liebend, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Russian (Dvoretsky)

φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτογαθής].

Greek Monotonic

φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλο-γηθής, ές only in doric form φιλο-γᾱθής] γηθέω
loving mirth, mirthful, Aesch.