υπερφυής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[προσφυής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές / ὑπερφυής, -ές, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.
γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)
2. μέγας, τεράστιος
μσν.-αρχ.
1. (ως τιμητ. τίτλος) εξοχότατος, λαμπρότατος («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερφυές
η ιδιότητα του υπερφυούς, το να βρίσκεται κάτι πάνω από τον φυσικό κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα, ο υπέρογκος (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ μέγαθος ἐκόμισε», Ηρόδ
β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο», Αριστοφ.)
2. πανύψηλος («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)
3. ασυνήθιστος, παράξενος ή θαυμαστός (α. «ἔργον εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθος τε καὶ κάλλος», Ηρόδ.
β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς μεγάλη βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», Πλάτ.)
4. (για φυτά και τμήματα φυτών) υπέργειος («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», Λουκιαν.)
5. αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
υπερφυώς / ὑπερφυῶς ΝΜΑ
με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, κατά τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό
αρχ.
1. (σε καταφατική απάντηση) μάλιστα, βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», Πλάτ.)
3. υπερβολικά, πάρα πολύ («φιλαθήναιος ἦν ὑπερφυῶς», Ηρωδιαν.)
4. (μαζί με το ως και ρήμα ή επίθ.) πράγματι, αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. προσφυής].