ὑσγινοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑσγινοβαφής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[βαμμένος]] με ύσγινο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕσγινον]] «[[είδος]] φυτικής βαφής» <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κροκο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑσγινοβαφής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[βαμμένος]] με ύσγινο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕσγινον]] «[[είδος]] φυτικής βαφής» <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[κροκοβαφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσγῐνοβᾰφής Medium diacritics: ὑσγινοβαφής Low diacritics: υσγινοβαφής Capitals: ΥΣΓΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hysginobaphḗs Transliteration B: hysginobaphēs Transliteration C: ysginovafis Beta Code: u(sginobafh/s

English (LSJ)

ές, (βάπτω) dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d'écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

German (Pape)

[ῑ], ές, in ὕσγινον getaucht, mit ὕσγινον gefärbt; Xen. Cyr. 8.3.13; Clearch. bei Ath. VI.255e.

Russian (Dvoretsky)

ὑσγῑνοβᾰφής: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἀναξυρίδες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκοβαφής].

Greek Monotonic

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.

Middle Liddell

ὑσγῑνο-βᾰφής, ές
dyed scarlet, Xen., Luc.