νυκτίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έρχεται σε γάμο [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, δηλ. [[κρυφά]] («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]).
|mltxt=[[νυκτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έρχεται σε γάμο [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, δηλ. [[κρυφά]] («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>sich bei [[Nacht]] vermählend</i>, Mus. 7.
|ptext=<i>sich bei [[Nacht]] vermählend</i>, Mus. 7.
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐγᾰμος Medium diacritics: νυκτίγαμος Low diacritics: νυκτίγαμος Capitals: ΝΥΚΤΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: nyktígamos Transliteration B: nyktigamos Transliteration C: nyktigamos Beta Code: nukti/gamos

English (LSJ)

ον, wedding by night, secretly, Musae.7.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίγᾰμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.

Greek Monolingual

νυκτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος].

German (Pape)

sich bei Nacht vermählend, Mus. 7.