κλωστήρ: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλωστήρ:''' ῆρος ὁ Пряжа, нить Aesch., Arph., Plut. | |elrutext='''κλωστήρ:''' ῆρος ὁ [[Пряжа]], [[нить]] Aesch., Arph., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 08:07, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A spindle, Theoc.24.70, A.R.4.1062. II thread, yarn, λίνου κλωστήρ, of a net (periphrasis for κλωστὸν λίνον Sch.), A. Ch.507, cf. E.Fr.1001. 2 skein, Ar.Ra.1349 (lyr.), Lys.567, Plu.2.558d. 3 metaph., thread of fate, μοιρῶν κλωστῆρι Epigr.Gr.292.6 (Heraclea ad Latmum), cf. Arch.Pap.1.220 (κλωστείρων is a mason's error for κλωστήρων) μοιρίδιοι κ. IG3.1339.
German (Pape)
[Seite 1459] ῆρος, ὁ, der Spinner. – Der gesponnene Faden, τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σώζοντες λίνον Aesch. Ch. 500; Ar. Ran. 1347, wo der Schol. erkl. τὸ κεκλωσμένον ῥάμμα, Knäuel. – Die Spindel, Ap. Rh. 4, 1062.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
fil qui se roule autour du fuseau.
Étymologie: κλώθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλωστήρ -ῆρος, ὁ [κλώθω] spinrokken. gesponnen draad; knot, kluwen.
Russian (Dvoretsky)
κλωστήρ: ῆρος ὁ Пряжа, нить Aesch., Arph., Plut.
Spanish
Greek Monotonic
κλωστήρ: -ῆρος, ὁ (κλώθω),
I. άτρακτος, σε Θεόκρ.
II. κλωστή, νήμα, ράμμα, σε Αριστοφ.· λίνου κλ., λιναρένιο νήμα, δηλ. δίχτυ, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κλωστήρ: ῆρος, ὁ, (κλώθω), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ κλῶσμα, κλωστή, νῆμα, «ῥάμμα», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν λίνον Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. αὐτόθι 145.
Middle Liddell
κλωστήρ, ῆρος, κλώθω
I. a spindle, Theocr.
II. a thread, yarn, line, Ar.; λίνου κλ. the flaxen thread, i. e. the net, Aesch.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ hilandero ref. a Hermes Μοιρῶν τε κλωστὴρ σὺ λέγῃ <καὶ> θεῖος Ὄνειρος se te llama hilandero de las Moiras y divino Sueño P VII 675 P XVIIb 10