ἀκομιστία: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκομιστία:''' ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность ([[ἄλη]] τ᾽ ἀ. τε Hom.). | |elrutext='''ἀκομιστία:''' ион. ἀκομιστίη ἡ [[отсутствие ухода]], [[беспризорность]] ([[ἄλη]] τ᾽ ἀ. τε Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ, lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: ἀ, κομίζω.
German (Pape)
ἡ, Mangel an Pflege, Hom. einmal, Od. 21.284; Themist.
Russian (Dvoretsky)
ἀκομιστία: ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность (ἄλη τ᾽ ἀ. τε Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.
Greek Monolingual
ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.
Greek Monotonic
ἀκομιστία: Επικ. -ίη[ῑ], ἡ, έλλειψη επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.