ἀγαθοεργία: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀγᾰθοεργία:''' ион. [[ἀγαθοεργίη]] ἡ услуга, благодеяние Her. | |elrutext='''ἀγᾰθοεργία:''' ион. [[ἀγαθοεργίη]] ἡ [[услуга]], [[благодеяние]] Her. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
Ion. -ιη, contr. ἀγαθουργία, ἡ, A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d. 2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.160; ἀγαθουργ- Procl.in Ti.3.2.24, in Cra.13, 90
1 acción excelente, proeza κάρτα γὰρ ἐν [τοῖσι] Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται Hdt.3.154, cf. 3.160.
2 acción benéfica, beneficencia Iul.Or.11.135d, ἡ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων περὶ τὸν κόσμον ἀ. Procl.in Ti.l.c., cf. in Cra.ll.cc., Pamph.Mon.Soter.220, Procop.Aed.6.6.7.
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, gute That, Het. 3, 154. 160.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de faire le bien ou du bien, bienfait.
Étymologie: ἀγαθοεργός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰθοεργία: ион. ἀγαθοεργίη ἡ услуга, благодеяние Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοεργία: Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, ἔργον καλόν, εὐεργεσία. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.
Greek Monotonic
ἀγαθοεργία: Ιων. -ίη, συνηρ. ἀγαθουργία, ἡ, καλή πράξη, ευεργεσία, Λατ. beneficium, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[from ἀγαθοεργός
a good deed, service rendered, Lat. beneficium, Hdt.