ξάντης: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξάντης:''' ου ὁ чесальщик шерсти Plat.
|elrutext='''ξάντης:''' ου ὁ [[чесальщик шерсти]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:48, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάντης Medium diacritics: ξάντης Low diacritics: ξάντης Capitals: ΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: xántēs Transliteration B: xantēs Transliteration C: ksantis Beta Code: ca/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, wool-carder, Pl.Plt.281a.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.

Russian (Dvoretsky)

ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξάντριαξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.