διερευνητής: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.). | |elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ [[разведчик]] (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:50, 11 May 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
German (Pape)
ὁ, Durchspürer; καὶ σκοποί Xen. Cyr. 6.3.2; καὶ κατόπται Dion.Hal. 4.43.
Russian (Dvoretsky)
διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.