χαλκοχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του πολέμου) αυτός [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]] για [[μάχη]], [[αγώνας]], [[έριδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[χάρμης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του πολέμου) αυτός [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]] για [[μάχη]], [[αγώνας]], [[έριδα]]»), [[πρβλ]]. [[σιδηροχάρμης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοχάρμης Medium diacritics: χαλκοχάρμης Low diacritics: χαλκοχάρμης Capitals: ΧΑΛΚΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: chalkochármēs Transliteration B: chalkocharmēs Transliteration C: chalkocharmis Beta Code: xalkoxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοχάρμης: дор. χαλκοχάρμας, ου adj. m χάρμα II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. χάρμα I] радующийся оружию (ξένοι, πόλεμος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.)
2. (ως επίθ. του πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη, αγώνας, έριδα»), πρβλ. σιδηροχάρμης].

Greek Monotonic

χαλκοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκο-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
fighting in brass, i. e. in brasen armour, Pind.