παγερός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παγερός]] <b>ζωολ.</b> [[είδος]] άγριας μικρόσωμης γάτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πήξη]], αυτός που πήζεται («[[αἷμα]] μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παγερόν</i><br />η [[ικανότητα]] για [[πήξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγερά</i><br />με παγερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παγερός]] <b>ζωολ.</b> [[είδος]] άγριας μικρόσωμης γάτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πήξη]], αυτός που πήζεται («[[αἷμα]] μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παγερόν</i><br />η [[ικανότητα]] για [[πήξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγερά</i><br />με παγερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[φθονερός]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰγερός Medium diacritics: παγερός Low diacritics: παγερός Capitals: ΠΑΓΕΡΟΣ
Transliteration A: pagerós Transliteration B: pageros Transliteration C: pageros Beta Code: pagero/s

English (LSJ)

ά, όν, A frosty, cold, D.Chr.30.11. II τὸ π. power of coagulation, Aret.CA 2.2: Comp. -ώτερος more coagulated, Id.SA2.2 (παγετ-codd.).

German (Pape)

[Seite 435] geronnen, gefroren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰγερός: -ά, -όν, παγετώδης, ψυχρός, Δίων Χρυσ. 1, σ. 550. ΙΙ. ὁ ἐπιτήδειος εἰς σύμπηξιν ἢ στερέωσιν, τὸ παγερὸν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)
ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης
νεοελλ.
1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)
2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος
3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάτας
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόν
η ικανότητα για πήξη.
επίρρ...
παγερά
με παγερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθονερός)].