παγερός: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παγερός]] <b>ζωολ.</b> [[είδος]] άγριας μικρόσωμης γάτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πήξη]], αυτός που πήζεται («[[αἷμα]] μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παγερόν</i><br />η [[ικανότητα]] για [[πήξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγερά</i><br />με παγερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ( | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παγερός]], -ά, -όν)<br />[[ψυχρός]] σαν [[πάγος]], [[παγωμένος]], [[παγετώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τρόπο, [[στάση]] και [[συμπεριφορά]]) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] χάρης και ζεστασιάς, [[κρύος]], [[σχεδόν]] [[εχθρικός]] («παγερή [[χειρονομία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απρόθυμος]], [[ανόρεκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παγερός]] <b>ζωολ.</b> [[είδος]] άγριας μικρόσωμης γάτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πήξη]], αυτός που πήζεται («[[αἷμα]] μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παγερόν</i><br />η [[ικανότητα]] για [[πήξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγερά</i><br />με παγερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăγ</i>- του [[πήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[φθονερός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ά, όν, A frosty, cold, D.Chr.30.11. II τὸ π. power of coagulation, Aret.CA 2.2: Comp. -ώτερος more coagulated, Id.SA2.2 (παγετ-codd.).
German (Pape)
[Seite 435] geronnen, gefroren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγερός: -ά, -όν, παγετώδης, ψυχρός, Δίων Χρυσ. 1, σ. 550. ΙΙ. ὁ ἐπιτήδειος εἰς σύμπηξιν ἢ στερέωσιν, τὸ παγερὸν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)
ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης
νεοελλ.
1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)
2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος
3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάτας
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόν
η ικανότητα για πήξη.
επίρρ...
παγερά
με παγερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθονερός)].