παρακρουσιχοίνικος: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» ( | |mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» ([[πρβλ]]. [[ημιχοίνικος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.
German (Pape)
[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημιχοίνικος)].