πολύκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από καπνό, [[καπνώδης]] («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον [[στέγος]] πέπλους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>καπνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από καπνό, [[καπνώδης]] («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον [[στέγος]] πέπλους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]] ([[πρβλ]]. [[δύσκαπνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαπνος Medium diacritics: πολύκαπνος Low diacritics: πολύκαπνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: polýkapnos Transliteration B: polykapnos Transliteration C: polykapnos Beta Code: polu/kapnos

English (LSJ)

ον, smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσκαπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

Middle Liddell

πολύ-καπνος, ον,
with much smoke, smoky, Eur.