πολυθρήνητος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυθρήνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που θρηνείται πολύ, ο [[άξιος]] μεγάλου θρήνου, [[πολύκλαυστος]] («[[πολυθρήνητος]] γενεή», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>θρηνῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>θρήνητος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυθρήνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που θρηνείται πολύ, ο [[άξιος]] μεγάλου θρήνου, [[πολύκλαυστος]] («[[πολυθρήνητος]] γενεή», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>θρηνῶ</i> ([[πρβλ]]. [[οξυθρήνητος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθρήνητος Medium diacritics: πολυθρήνητος Low diacritics: πολυθρήνητος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΗΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polythrḗnētos Transliteration B: polythrēnētos Transliteration C: polythrinitos Beta Code: poluqrh/nhtos

English (LSJ)

ον, lamentable, γενεή AP7.334.15, cf. IG12(8).445.6 (Thasos); gloss on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.

German (Pape)

[Seite 663] viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: πολύς, θρηνέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυθρήνητος: горько оплакиваемый, т. е. глубоко несчастный (γενεά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυθρήνητος: -ον, ἀξιοθρήνητος, πολὺ θρηνηθείς, γενεὰ Ἀνθ. Π. 334, 15.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυθρήνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστοςπολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + < θρηνῶ (πρβλ. οξυθρήνητος)].

Greek Monotonic

πολυθρήνητος: -ον (θρηνέω), αξιοθρήνητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-θρήνητος, ον, θρηνέω
lamentable, Anth.