σπαρνός: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος ([[πρβλ]]. [[σπαρτός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 11 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.
German (Pape)
[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαρνός -ή -όν poët. variant van σπάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σπαρνός: редкий (παρήξεις Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρτός)].
Greek Monotonic
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sparsely sown, scarce (A., Pl. Com., Call.).
Compounds: σπαρνο-πόλιος ὀλιγοπόλιος H. with a sprinkle of grey hairs (cf. σπαρτο-πόλιος s. σπείρω).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Poetic and rare verbaladj. to σπείρω (s. v.); opposite πυκνός, συχνός.
Middle Liddell
σπαρνός, ή, όν [poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.]
Frisk Etymology German
σπαρνός: {sparnós}
Meaning: dünngesät, spärlich (A., Pl. Kom., Kall.);
Composita: σπαρνοπόλιος· ὀλιγοπόλιος H. (vgl. σπαρτοπόλιος s. σπείρω).
Etymology: Poetisches und seltenes Verbaladj. zu σπείρω (s. d.); Gegensatz πυκνός, συχνός.
Page 2,758