σχολαστήριον: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τόπος]] όπου περνάει [[κανείς]] τον ελεύθερο χρόνο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ( | |mltxt=τὸ, Α<br />[[τόπος]] όπου περνάει [[κανείς]] τον ελεύθερο χρόνο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[σπουδαστήριον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
τό, place for passing leisurein, Plu.Luc.42, Moschio ap.Ath.5.207e.
German (Pape)
[Seite 1058] τό, Aufenthalt in Mußestunden, Ort zum Ausruhen; Plut. Lucull. 42; vgl. Ath. V, 208 a.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salle de repos ou d'étude.
Étymologie: σχολάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.
Russian (Dvoretsky)
σχολαστήριον: τό помещение для отдыха Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαστήριον: τό, (σχολάζω) τόπος ἐν ᾧ διέρχεταί τις τὸν καιρὸν του, ἐν ᾧ σχολάζει τις, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207Ε.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. σπουδαστήριον)].
Greek Monotonic
σχολαστήριον: τό, ο τόπος οπου περνάει κάποιος την ώρα του, όπου κάποιος συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, δωμάτιο ανάπαυσης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σχολαστήριον, ου, τό,
a place for passing leisure in, Plut.