τετράκωλος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκωλος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[μέλη]], [[τετραμελής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] κώλα περιόδου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τετράκωλος]] [[περίοδος]]»<br />(αρχ. μετρ.) [[μετρική]] [[περίοδος]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] σύνθετους πόδες, σύμμετρους [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] τμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[τμήμα]] περιόδου ή στίχου» ( | |mltxt=-η, -ο / [[τετράκωλος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] [[μέλη]], [[τετραμελής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] κώλα περιόδου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τετράκωλος]] [[περίοδος]]»<br />(αρχ. μετρ.) [[μετρική]] [[περίοδος]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] σύνθετους πόδες, σύμμετρους [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] τμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[τμήμα]] περιόδου ή στίχου» ([[πρβλ]]. [[ἰσόκωλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, A with four limbs, μηχανή Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B.C.). 2 in four sections, (σύριγγες) Nicom.Harm.10. 3 of four members, περίοδος Sch.D.2.3; τετράκωλον, = quadrimembris sententia, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1098] viergliederig, vierfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκωλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα κῶλα (καθ’ Ἡσύχ.: «τετράκωλος· τετράπους»), ἔνθεν ἔβην τετράκωλος ἐπ’ οὔδεος Γρηγ. Ναζ. 82, 47, ἔκδ. Dronk.· ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, στροφὴ Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράκωλος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής
2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου
3. φρ. «τετράκωλος περίοδος»
(αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες, σύμμετρους μεταξύ τους
αρχ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ἰσόκωλος)].