τραπεζεύς: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ( | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[χυτρεύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:35, 11 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111. II parasite, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.
German (Pape)
[Seite 1134] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui vit de la table de qqn ; κύων τραπεζεύς IL, OD chien domestique ; abs. parasite.
Étymologie: τράπεζα.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζεύς: έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).
έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζεύς: έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. παράσιτος, Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.
English (Autenrieth)
ῆος: belonging to the table; κύνες, ‘table-dogs,’ i. e. fed from the table, cf. ‘lap-dog.’
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρεύς)].
Greek Monotonic
τρᾰπεζεύς: -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι ή αυτός που ανήκει σε αυτό, κύνες τραπεζῆες (Ιων. αντί τραπεζεῖς), οι σκύλοι που τρέφονται από το τραπέζι του κυρίου τους, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from τράπεζα
at, of a table, κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from their master's table, Hom.