ῥυΐσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(απόθ.)</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[τριχόπτωση]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> ρέω, χύνομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) <i>ὁ ῥυϊσκόμενος</i><br />ο εκτεινόμενος ή ο [[ρευστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥυΐσκομαι]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) με [[επίθημα]] -[[ίσκω]] / -<i>ίσκομαι</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>(απόθ.)</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[τριχόπτωση]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> ρέω, χύνομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) <i>ὁ ῥυϊσκόμενος</i><br />ο εκτεινόμενος ή ο [[ρευστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥυΐσκομαι]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) με [[επίθημα]] -[[ίσκω]] / -<i>ίσκομαι</i> ([[πρβλ]]. [[ἁλίσκομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 11 May 2023
English (LSJ)
(ῥέω) A have diarrhoea, Hld.2.19:—prob. flow (metaph.) in Archil.142. 2 suffer from falling hair, Orib.Eup.4.6. II Math., ἡ αὐτὴ στιγμὴ ῥυϊσκομένη ποιεῖ τὸ μέγεθος ἀλλ' οὐ παρατιθεμένη πρὸς ἄλλην στιγμήν flowing, Simp.in Ph.722.30; cf. ῥέω 1.5b, ῥύσις III.
German (Pape)
[Seite 851] spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῦ γάλακτος, Heliod. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠΐσκομαι: ἀποθετ., (ῥέω) πάσχω ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
Greek Monolingual
Α
(απόθ.)
1. υποφέρω από διάρροια
2. παρουσιάζω τριχόπτωση
3. πιθ. ρέω, χύνομαι
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος
ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) με επίθημα -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ἁλίσκομαι)].