ῥύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βιώ</i>-<i>σκομαι</i>)].
|mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> ([[πρβλ]]. [[βιώσκομαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:02, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύσκομαι Medium diacritics: ῥύσκομαι Low diacritics: ρύσκομαι Capitals: ΡΥΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: rhýskomai Transliteration B: rhyskomai Transliteration C: ryskomai Beta Code: r(u/skomai

English (LSJ)

v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.

German (Pape)

[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.

Greek Monolingual

Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώσκομαι)].

Greek Monotonic

ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥύσκομαι, = ῥύομαι; ῥύσκευ, epic 2nd sg. imperf., Il.]