φαρμάκτρια: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Μ<br />αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, [[φαρμακεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρία]] ( | |mltxt=ἡ, Μ<br />αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, [[φαρμακεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρία]] ([[πρβλ]]. [[διώκτρια]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 11 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
φαρμάκτρια: ἡ, = φαρμακεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. διώκτρια)].