ευώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[ανώνυμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 13 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)
1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)
2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστερά
νεοελλ.
βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμος
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδες
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»
α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
β) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος
2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά
3. ευτυχής
4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος
5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)
6. το θηλ. ως ουσ.εὐώνυμος
το είδος Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.
επίρρ...
εὐώνυμα (Μ)
από αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανώνυμος)].