μόναυλος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόναυλος]], ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό<br /><b>2.</b> [[είδος]] αυλού<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναυλος]] -<i>ον</i><br />αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μόναυλος]], ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό<br /><b>2.</b> [[είδος]] αυλού<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναυλος]] -<i>ον</i><br />αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]] ([[πρβλ]]. [[δίαυλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:07, 13 May 2023
English (LSJ)
ὁ, (αὐλός) A player on the single flute, Hedyl. ap.Ath.4.176c. 2 μόναυλος (sc. κάλαμος), ὁ, flute, S.Fr.241, Anaxandr.18, cf. 51, Arar.13. II as adjective Pass., played on a single flute, μόναυλον μέλος Sopat.2.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, eine Art Flöte, bes. in Alexandrien, die vielleicht nur einen Ton angab, Ath. IV, 175, mit Belegen aus Soph. u. den comic.; auch τὸ μόναυλον μέλος, aus Sopat., vgl. Poll. 4, 75.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait un solo de flûte;
2 qui chante ou joue sur un seul ton ; subst. ὁ μόναυλος sorte de flûte égyptienne.
Étymologie: μόνος, αὐλός.
Greek (Liddell-Scott)
μόναυλος: ὁ, (αὐλὸς) ὁ παίζων ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, αὐλητής, Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 176C. 2) μόναυλος, (ἐξυπακ. κάλαμος), ὁ, αὐλός, «φλογέρα», μόναυλον ηὔλουν Ἀναξανδρ. ἐν «Θησεῖ» 2, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιαλοφόρῳ» 1, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 1· οἱ αὐλοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν διπλοῖ, ἴδε αὐλός. ΙΙ. ὡς παθ. ἐπίθετ., ὁ παιζόμενος ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, μόναυλον μέλος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 176Α.
Greek Monolingual
μόναυλος, ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό
2. είδος αυλού
3. ως επίθ. μόναυλος -ον
αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + αὐλός (πρβλ. δίαυλος)].
Greek Monotonic
μόναυλος: ὁ, αυτός που παίζει μονό (από ένα καλάμι) αυλό, σε Αθήν.