οὐλάς: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oulas | |Transliteration C=oulas | ||
|Beta Code=ou)la/s | |Beta Code=ou)la/s | ||
|Definition= | |Definition=οὐλάδος, ἡ, pecul. fem. of [[οὖλος]] (B),<br><span class="bld">A</span> [[crisped]], [[crinkled]], <b class="b3">χαίτη δρυός</b>, of oak-leaves, Nic.''Al.''260.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], = [[πήρα]], θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.''Fr.''360 ([[θυλὰς]] cj. Ruhnken for [[οὐλαὶ]], [[κενεή]] Hecker for [[κεναί]]), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s. vv. [[θυλίδες]], [[θυλλίς]], [[οὐλάδες]], Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for [[οὖδας]] in ''AP''7.413 (Antip.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
οὐλάδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B),
A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260.
II as substantive, = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.
Russian (Dvoretsky)
οὐλάς: άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.
Greek Monolingual
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μονάς)].