ἀνωτερικός: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoterikos | |Transliteration C=anoterikos | ||
|Beta Code=a)nwteriko/s | |Beta Code=a)nwteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνωτερική, ἀνωτερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[upper]] in point of place, [[inland]] (v. [[ἄνω]] (B) A. 11.1f), ''Act.Ap.''19.1.<br><span class="bld">2</span> of a medicine, [[given by the mouth]], τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.<br><span class="bld">II</span> τὸ -κόν [[medicine which takes effect upwards]], [[emetic]], Hp.''Superf.''29, Gal.10.969. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
ἀνωτερική, ἀνωτερικόν,
A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1.
2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.
II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.
German (Pape)
[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l'intérieur des terres;
NT: supérieur ; plus haut.
Étymologie: ἀνώτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
English (Strong)
from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.
English (Thayer)
ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)
Greek Monolingual
ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.
Greek Monotonic
ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἀνώτερος
upper, inland, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nwterikÒj 安挪帖利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(屬)向上(的)
字義溯源:上級的,較高的,在內的,上邊;源自(ἀνώτερος)=較高的),而 (ἀνώτερος)出自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面), (ἄνω / ἀνεγκλησία)又出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 上邊(1) 徒19:1