δημωφελής: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimofelis | |Transliteration C=dimofelis | ||
|Beta Code=dhmwfelh/s | |Beta Code=dhmwfelh/s | ||
|Definition= | |Definition=δημωφελές,<br><span class="bld">A</span> [[of public use]], λόγοι Pl.Phdr.227d; [[πολίτευμα|πολιτεύματα]] Plu.2.784d; δ. τι [[πραχθέν]] D.C.72.7, cf. Luc.Bis Acc.11; [[τὸ δημωφελές]] = [[the common good]], Hdn. 2.3.8: Sup. τὸ δημωφελέστατον Ph.2.177.<br><span class="bld">2</span> of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.; [[ἡγεμών]] Plu.Sull.30.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[δημωφελῶς]] CIG4415b (Iotapata), IPE12.39.36 (Olbia), IGRom.4.860 (Laodicea ad Lycum): Sup. δημωφελέστατα D.C.56.37. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[útil a la sociedad]], [[al pueblo]] de los gramáticos, Phld.<i>Rh</i>.2.92, ἡγεμών Plu.<i>Sull</i>.30, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[de utilidad pública]], [[de interés general]] χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.<i>Phdr</i>.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθέν D.C.72.7.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el bien común]] Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. [[δημωφελέστατα]] = [[de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública]] φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δημωφελῶς]] = [[de manera provechosa para el pueblo]] en inscr. honoríf. ζήσαντα [[καλῶς]] καὶ [[δημωφελῶς]] <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.39.36 (Olbia II d.C.), cf. <i>SEG</i> 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως [[δημωφελῶς]] <i>Laodicée</i> p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα [[δημωφελῶς]] <i>JRCil</i>.152 (Jotapa), cf. <i>CIG</i> 4415b.4 (Jotapa), <i>MAMA</i> 7.11.6 (Laodicea Combusta). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, dem Volke nützlich; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ές, dem Volke nützlich; [[gemeinnützig]]; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – [[ἡγεμών]], Plut. Sull. 30; auch a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[utile au peuple]].<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ὄφελος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δημωφελής -ές [[[δῆμος]], [[ὄφελος]]] [[nuttig voor het volk]], [[van algemeen belang]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημωφελής:''' [[приносящий пользу народу]], [[полезный для общества]] (λόγοι Plat.; [[ἡγεμών]] Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) ([[πρβλ]]. και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[κοινός]] στη [[χρήση]], [[κοινόχρηστος]], [[κοινωφελής]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δημωφελής''': -ές, ὁ πρὸς δημοσίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, λόγοι Πλάτ. Φαίδρ. 227Ε· ἡγεμὼν Πλούτ. Σύλλ. 30· τὸ δ., τὸ κοινὸν καλόν, τὸ κοινὸν συμφέρον, Ἡρῳδιαν. 2. 3.‒ Ἐπίρρ. -λῶς Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὄφελος]]<br />of [[public]] use, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
δημωφελές,
A of public use, λόγοι Pl.Phdr.227d; πολιτεύματα Plu.2.784d; δ. τι πραχθέν D.C.72.7, cf. Luc.Bis Acc.11; τὸ δημωφελές = the common good, Hdn. 2.3.8: Sup. τὸ δημωφελέστατον Ph.2.177.
2 of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.; ἡγεμών Plu.Sull.30.
3 Adv. δημωφελῶς CIG4415b (Iotapata), IPE12.39.36 (Olbia), IGRom.4.860 (Laodicea ad Lycum): Sup. δημωφελέστατα D.C.56.37.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]
I 1de pers. útil a la sociedad, al pueblo de los gramáticos, Phld.Rh.2.92, ἡγεμών Plu.Sull.30, cf. Hsch.
2 de cosas y abstr. de utilidad pública, de interés general χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθέν D.C.72.7.4
•subst. τὸ δ. el bien común Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177
•neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα = de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.
II adv. δημωφελῶς = de manera provechosa para el pueblo en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δημωφελῶς IPE 12.39.36 (Olbia II d.C.), cf. SEG 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δημωφελῶς Laodicée p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δημωφελῶς JRCil.152 (Jotapa), cf. CIG 4415b.4 (Jotapa), MAMA 7.11.6 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 565] ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
utile au peuple.
Étymologie: δῆμος, ὄφελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημωφελής -ές [δῆμος, ὄφελος] nuttig voor het volk, van algemeen belang.
Russian (Dvoretsky)
δημωφελής: приносящий пользу народу, полезный для общества (λόγοι Plat.; ἡγεμών Plut.).
Greek Monolingual
-ές (AM δημωφελής, -ές)
αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα»)
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος
2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές
το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ωφελής < όφελος (το) (πρβλ. και ανωφελής, κοινωφελής, οικωφελής)].
Greek Monotonic
δημωφελής: -ές (ὄφελος), κοινός στη χρήση, κοινόχρηστος, κοινωφελής, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
δημωφελής: -ές, ὁ πρὸς δημοσίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, λόγοι Πλάτ. Φαίδρ. 227Ε· ἡγεμὼν Πλούτ. Σύλλ. 30· τὸ δ., τὸ κοινὸν καλόν, τὸ κοινὸν συμφέρον, Ἡρῳδιαν. 2. 3.‒ Ἐπίρρ. -λῶς Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b.