ἄπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apastos
|Transliteration C=apastos
|Beta Code=a)/pastos
|Beta Code=a)/pastos
|Definition=ον, (πατέομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not having eaten, abstaining from food, fasting</b>, <span class="bibl">Il.19.346</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>563a23</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>6</span>, <span class="bibl">Euph.57</span>, v.l. in <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>168</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</b> <b class="b2">without having tasted</b> meat or drink, <span class="bibl">Od.4.788</span>, cf. <span class="bibl">6.250</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>200</span>: <b class="b3">ἐδητύος ἔργον ἄπαστον</b> a meal <b class="b2">which feeds not</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.250</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">not eaten</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>11.16</span>.</span>
|Definition=ἄπαστον, ([[πατέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[not having eaten]], [[abstaining from food]], [[fasting]], Il.19.346, Arist.HA563a23, Call.Cer.6, Euph.57, [[varia lectio|v.l.]] in h.Merc.168.<br><span class="bld">2</span> c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος = [[without]] having [[taste]]d [[meat]] or [[drink]], Od.4.788, cf. 6.250, h.Cer.200: [[ἐδητύος ἔργον ἄπαστον]] = a [[meal]] [[which]] [[feed]]s [[not]], Opp.H.2.250.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[not eaten]], Ael.NA11.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de alimentos [[no comido]] (τὰς τροφάς) ... ἄπαστοι μένουσι Ael.<i>NA</i> 11.16.<br /><b class="num">2</b> [[no alimenticio]] ἐδητύος ἔργον ἄπαστον actividad no alimenticia de comida</i> Opp.<i>H</i>.2.250.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[que ayuna]], [[que no come]], <i>Il</i>.19.346, Scyl.<i>Per</i>.110, (ὁ ἀετός) Arist.<i>HA</i> 563<sup>a</sup>23, cf. A.R.4.1295, Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que no prueba]], [[ayuno de]] ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος <i>Od</i>.4.788, <i>h.Cer</i>.200, χιλοῖο ... ἄ. Euph.90.<br /><b class="num">II</b> subst. neutr.<br /><b class="num">1</b> τὸ [[ἄπαστον]] = cret. [[cárcel]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[incapacidad de alimentarse]] fig. τὸ ἁπαλὸν ἔτι τῆς κατὰ ψυχὴν ἡλικίας καὶ ἄ. Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.18.15 (ap. crít.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il. 19, 346; ἐδητύος [[ἄπαστος]] Od. 6, 250; [[ἄσιτος]] [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; h. Cer. 200. – 2) nicht verzehrt, ungegessen, Ael. N. A. 11, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il. 19, 346; ἐδητύος [[ἄπαστος]] Od. 6, 250; [[ἄσιτος]] [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; h. Cer. 200. – 2) nicht verzehrt, ungegessen, Ael. N. A. 11, 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui est à jeun]];<br /><b>2</b> [[non mangé]], [[intact]].<br />'''Étymologie:''' [[πατέω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαστος:''' [[не евший]], [[голодный]] Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπαστος''': -ον, ([[πατέομαι]]) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) [[μετὰ]] γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― [[ὅθεν]], ἐδητύος [[ἔργον]] ἄπαστον, φαγητὸν [[ὅπερ]] δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16.
|lstext='''ἄπαστος''': -ον, ([[πατέομαι]]) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) μετὰ γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― [[ὅθεν]], ἐδητύος [[ἔργον]] ἄπαστον, φαγητὸν [[ὅπερ]] δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πατέομαι]]): [[without]] ([[taste]] of) [[food]]; ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, δ, Od. 6.250.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την [[τροφή]], ο [[άσιτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέομαι]] «[[τρώω]] ή [[πίνω]] από [[κάτι]], [[γεύομαι]] [[κάτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατέομαι]]<br />not having eaten, [[fasting]], Il.: c. gen., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted [[meat]] or [[drink]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαστος Medium diacritics: ἄπαστος Low diacritics: άπαστος Capitals: ΑΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ápastos Transliteration B: apastos Transliteration C: apastos Beta Code: a)/pastos

English (LSJ)

ἄπαστον, (πατέομαι)
A not having eaten, abstaining from food, fasting, Il.19.346, Arist.HA563a23, Call.Cer.6, Euph.57, v.l. in h.Merc.168.
2 c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος = without having tasted meat or drink, Od.4.788, cf. 6.250, h.Cer.200: ἐδητύος ἔργον ἄπαστον = a meal which feeds not, Opp.H.2.250.
II Pass., not eaten, Ael.NA11.16.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de alimentos no comido (τὰς τροφάς) ... ἄπαστοι μένουσι Ael.NA 11.16.
2 no alimenticio ἐδητύος ἔργον ἄπαστον actividad no alimenticia de comida Opp.H.2.250.
3 de pers. que ayuna, que no come, Il.19.346, Scyl.Per.110, (ὁ ἀετός) Arist.HA 563a23, cf. A.R.4.1295, Call.Cer.6
c. gen. que no prueba, ayuno de ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.4.788, h.Cer.200, χιλοῖο ... ἄ. Euph.90.
II subst. neutr.
1 τὸ ἄπαστον = cret. cárcel Hsch.
2 incapacidad de alimentarse fig. τὸ ἁπαλὸν ἔτι τῆς κατὰ ψυχὴν ἡλικίας καὶ ἄ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.18.15 (ap. crít.).

German (Pape)

[Seite 281] 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il. 19, 346; ἐδητύος ἄπαστος Od. 6, 250; ἄσιτος ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; h. Cer. 200. – 2) nicht verzehrt, ungegessen, Ael. N. A. 11, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à jeun;
2 non mangé, intact.
Étymologie: πατέω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἄπαστος: не евший, голодный Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαστος: -ον, (πατέομαι) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) μετὰ γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― ὅθεν, ἐδητύος ἔργον ἄπαστον, φαγητὸν ὅπερ δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16.

English (Autenrieth)

(πατέομαι): without (taste of) food; ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, δ, Od. 6.250.

Greek Monolingual

ἄπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος
2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»].

Greek Monotonic

ἄπαστος: -ον (πατέομαι), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την τροφή, που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρίς να έχει γευτεί φαγητό ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πατέομαι
not having eaten, fasting, Il.: c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted meat or drink, Od.