Τερμέρειον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Termereion
|Transliteration C=Termereion
|Beta Code=*terme/reion
|Beta Code=*terme/reion
|Definition=or Τερμέριον [[κακόν]], [[τό]], [[proverb|prov.]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a misfortune one brings on oneself]], said to be derived from one [[Τέρμερος]] a highwayman, Philipp. ap.Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>509</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>11</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.210d</span>; prob. to be restored for <b class="b3">μερμέριον κ</b>. in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>11</span>: [[τερμερίης]] prob.[[portentous]] in <b class="b2">Epic.Alex. Adesp</b>.<span class="bibl">2.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ τ</b>., = [[membrum virile]], dub. in <span class="title">AP</span>11.30 (Phld.).</span>
|Definition=or [[Τερμέριον]] [[κακόν]], τό, [[proverb|prov.]],<br><span class="bld">A</span> a [[misfortune]] one [[bring]]s on [[oneself]], said to be derived from one [[Τέρμερος]] a [[highwayman]], Philipp. ap.Sch.E.Rh.509, Plu.Thes.11, Jul.Or.7.210d; prob. to be restored for [[μερμέριος|μερμέριον]] κακόν in Luc.Lex.11: [[τερμερίης]] prob. [[portentous]] in Epic.Alex. Adesp.2.15.<br><span class="bld">2</span> τὸ [[τερμέρειον]] = [[membrum virile]], dub. in AP11.30 (Phld.).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>s.e.</i> [[κακόν]];<br />mal de Terméros, <i>càd</i> mal qu'on s'attire soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[Τέρμερος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Τερμέρειον''': ἢ Τερμέριον κακόν, τό, [[παροιμία]] ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ [[ἑαυτοῦ]], καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς [[οὕτως]] διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.
|lstext='''Τερμέρειον''': ἢ Τερμέριον κακόν, τό, [[παροιμία]] ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ [[ἑαυτοῦ]], καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς [[οὕτως]] διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>s.e.</i> [[κακόν]];<br />mal de Terméros, <i>càd</i> mal qu’on s’attire soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[Τέρμερος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Τερμέρειον:''' ή Τερμέριονκακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το [[κακό]] το οποίο επισύρει [[κάποιος]] στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον <i>Τέρμερα</i> ληστή, σε Πλούτ.
|lsmtext='''Τερμέρειον:''' ή Τερμέριον κακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το [[κακό]] το οποίο επισύρει [[κάποιος]] στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον <i>Τέρμερα</i> ληστή, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Τερμέρειον]], ορ Τερμέριον, [[κακόν]], οῦ,<br />[[Τερμέρειον]], or Τερμέριον, [[κακόν]], [[proverb]]. of a [[misfortune]] one brings on [[oneself]], said to be [[derived]] from one [[Τέρμερος]] a [[highwayman]], Plut.
|mdlsjtxt=[[Τερμέρειον]], ορ Τερμέριον, [[κακόν]], οῦ,<br />[[Τερμέρειον]], or Τερμέριον, [[κακόν]], [[proverb]]. of a [[misfortune]] one brings on [[oneself]], said to be [[derived]] from one [[Τέρμερος]] a [[highwayman]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερμέρειον Medium diacritics: Τερμέρειον Low diacritics: Τερμέρειον Capitals: ΤΕΡΜΕΡΕΙΟΝ
Transliteration A: Terméreion Transliteration B: Termereion Transliteration C: Termereion Beta Code: *terme/reion

English (LSJ)

or Τερμέριον κακόν, τό, prov.,
A a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Philipp. ap.Sch.E.Rh.509, Plu.Thes.11, Jul.Or.7.210d; prob. to be restored for μερμέριον κακόν in Luc.Lex.11: τερμερίης prob. portentous in Epic.Alex. Adesp.2.15.
2 τὸ τερμέρειον = membrum virile, dub. in AP11.30 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
s.e. κακόν;
mal de Terméros, càd mal qu'on s'attire soi-même.
Étymologie: Τέρμερος.

Greek (Liddell-Scott)

Τερμέρειον: ἢ Τερμέριον κακόν, τό, παροιμία ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ ἑαυτοῦ, καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς οὕτως διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - Κατὰ Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.

Greek Monotonic

Τερμέρειον: ή Τερμέριον κακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το κακό το οποίο επισύρει κάποιος στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον Τέρμερα ληστή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Τερμέρειον, ορ Τερμέριον, κακόν, οῦ,
Τερμέρειον, or Τερμέριον, κακόν, proverb. of a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Plut.