ἁλίρροθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alirrothos
|Transliteration C=alirrothos
|Beta Code=a(li/rroqos
|Beta Code=a(li/rroqos
|Definition=ον, = foreg.; <b class="b3">ἁ. πόροι</b> pathways <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the roaring sea</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>367</span>, cf.<span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>412</span> (lyr.); ἁ. ἀκτή <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1205</span>, <span class="bibl">Mosch.2.132</span>.</span>
|Definition=ἁλίρροθον, = [[ἁλιρρόθιος]] ([[dashed over by the sea]], [[sea-beaten]], [[roaring]]) ; ἁ. πόροι pathways [[of the roaring sea]], A. ''Pers.'' 367, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 412 (lyr.; ἁλίρροθος ἀκτή E. ''Hipp.'' 1205, Mosch. 2.132.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[de oleaje resonante]] πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena</i> A.<i>Pers</i>.367, S.<i>Ai</i>.412, [[ἀκτή]] E.<i>Hipp</i>.1205, Mosch.2.132.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui résonne du bruit de la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥόθος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[meerbrausend]]</i>, Aesch. πόροι <i>Pers</i>. 379, wie Soph. <i>Aj</i>. 407; Eur. <i>Hippol</i>. 1205 ἀκταί, wie Mosch. 2.128.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλίρροθος:''' [[оглашаемый шумом моря]] (πόροι Aesch., Soph.; [[ἀκτή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίρροθος''': ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· [[ὡσαύτως]] ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. [[ἁλίκλυστος]], [[ἁλίκτυπος]].
|lstext='''ἁλίρροθος''': ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· [[ὡσαύτως]] ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. [[ἁλίκλυστος]], [[ἁλίκτυπος]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui résonne du bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥόθος]].
|mltxt=[[ἁλίρροθος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται [[μέσα]] στη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ροθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλίρροθος:''' -ον, = το προηγ., <i>ἁλ. πόροι</i>, οι πορθμοί της ορμητικής θάλασσας, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἁλιρρόθιος]], from ἁλς, [[ῥόθος]].]<br />ἁλ. πόροι the pathways of the [[raging]] sea, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[lashed by the sea]], [[laved by the sea]], [[washed by the sea]]
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρροθος Medium diacritics: ἁλίρροθος Low diacritics: αλίρροθος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: halírrothos Transliteration B: halirrothos Transliteration C: alirrothos Beta Code: a(li/rroqos

English (LSJ)

ἁλίρροθον, = ἁλιρρόθιος (dashed over by the sea, sea-beaten, roaring) ; ἁ. πόροι pathways of the roaring sea, A. Pers. 367, cf. S.Aj. 412 (lyr.) ; ἁλίρροθος ἀκτή E. Hipp. 1205, Mosch. 2.132.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de oleaje resonante πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena A.Pers.367, S.Ai.412, ἀκτή E.Hipp.1205, Mosch.2.132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

German (Pape)

meerbrausend, Aesch. πόροι Pers. 379, wie Soph. Aj. 407; Eur. Hippol. 1205 ἀκταί, wie Mosch. 2.128.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρροθος: оглашаемый шумом моря (πόροι Aesch., Soph.; ἀκτή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρροθος: ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· ὡσαύτως ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. ἁλίκλυστος, ἁλίκτυπος.

Greek Monolingual

ἁλίρροθος, -ον (AM)
1. αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
2. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ροθος < ῥόθος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἁλίρροθος: -ον, = το προηγ., ἁλ. πόροι, οι πορθμοί της ορμητικής θάλασσας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἁλιρρόθιος, from ἁλς, ῥόθος.]
ἁλ. πόροι the pathways of the raging sea, Aesch.

English (Woodhouse)

lashed by the sea, laved by the sea, washed by the sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)