τρυφηλός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tryfilos | |Transliteration C=tryfilos | ||
|Beta Code=trufhlo/s | |Beta Code=trufhlo/s | ||
|Definition= | |Definition=τρυφηλή, τρυφηλόν, rare form of [[τρυφερός]], σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. [[τρυφηλῶς]] Jul.Or.6.181d, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Συβαριτικός|Συβαριτικαῖς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=seltene poet. Form statt [[τρυφερός]], σάρκες <i>Ep.adesp</i>. 678 (VII.48). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῠφηλός:''' Anth. = [[τρυφερός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφηλός''': -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[τρυφερός]], Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. | |lstext='''τρῠφηλός''': -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[τρυφερός]], Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. [[τρυφηλῶς]], Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αγαπά την [[τρυφή]], τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την [[καλοπέραση]], τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ανέσεις και απολαύσεις («[[τρυφηλός]] [[βίος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[τρυφερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρυφηλώς]] / | |mltxt=-ή, -ό / [[τρυφηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αγαπά την [[τρυφή]], τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την [[καλοπέραση]], τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ανέσεις και απολαύσεις («[[τρυφηλός]] [[βίος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[τρυφερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρυφηλώς]] / [[τρυφηλῶς]], ΝΜΑ, και [[τρυφηλά]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρυφηλό τρόπο («ζει [[τρυφηλώς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[απαλότητα]], με [[τρυφερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> ([[πρβλ]]. [[απατηλός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῠφηλός:''' -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] του [[τρυφερός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῠφηλός:''' -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] του [[τρυφερός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῠφηλός, ή, όν [[rare]] poet. [[form]] of [[τρυφερός]], Anth.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
τρυφηλή, τρυφηλόν, rare form of τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.
German (Pape)
seltene poet. Form statt τρυφερός, σάρκες Ep.adesp. 678 (VII.48).
Russian (Dvoretsky)
τρῠφηλός: Anth. = τρυφερός.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. τρυφηλῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατηλός)].
Greek Monotonic
τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.